Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προγραμματισμένος
επίθετο

1 pianificato
2 preparato
3 programmato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προγραμματικός προγραμματισμός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η προγραμματισμένη πτήση = volo [αρσ.] di linea


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---