Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πρόγνωση
ουσιαστικό θηλυκό

previsione (f), pronostico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προγναθισμός προγνωστικά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η πρόγνωση του καιρού = previsioni [θηλ. πλυθ.] del tempo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---