Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπροέλευση
ουσιαστικό θηλυκό 1 derivazione 2 estrazione 3 fonte 4 genesi 5 nascita 6 natale 7 origine 8 principio 9 provenienza 10 sorgente 11 stirpe permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαομομασίας προελεύσεως = denominazione [θηλ.] di origine controllata Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |