Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προέκταση
ουσιαστικό θηλυκό

1 estensione
2 proiezione
3 prolungamento
4 protrazione
5 risalto
6 stacco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προεκλογικός προεκτείνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---