Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
πολεμικότητα
ουσιαστικό θηλυκό
1
marzialità
2
polemicità
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< πολεμικός
πολέμιος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
πολαρογράφος
[ουσ αρσ ]
πολαρόιντ
{άκλ.}
πολέμαρχος
{πολεμάρχ-...
πολεμική
[θηλ.ουσ]
πολεμικός
[επίθ.]
πολεμικότητα
[θηλ.ουσ]
πολέμιος
{πολεμί-ου...
πολεμιστήριος
[επίθ.]
πολεμιστής
[ουσ αρσ ]
πολεμίστρα
{δύσχρ. πο...
πολεμοκάπηλος
[επίθ.]
πόλεμος
[ουσ αρσ ]
πολεμοφόδια
[ουσ ουδ πληθ.]
πολεμοχαρής
{πολεμοχαρ...
πολεμώ
[-άς, -ά] ...
πολεοδομία
[θηλ.ουσ]
πολεοδομικός
[επίθ.]
πολεοδόμος
[ουσ αρσ και θηλ.]
πολεομορφισμός
[ουσ αρσ ]
πόλη
{-ης κ. -ε...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis