Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πόλεμος
ουσιαστικό αρσενικό

guerra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πολεμοκάπηλος πολεμοφόδια  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο χημικός πόλεμος = guerra [θηλ.] chimica || ο εμφύλιος πόλεμος = guerra [θηλ.] civile || ο παγκόσμιος πόλεμος = guerra [θηλ.] mondiale


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---