Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ποικιλία
ουσιαστικό θηλυκό

variet|à

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ποιήτρια ποικίλλω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ποικιλία φρούτων = macedonia [θηλ.] di frutta


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---