Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ποδοβολή
ουσιαστικό θηλυκό
trepestio
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< πόδισμα
ποδοβόλημα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
πόδημα
[ουσ ουδ.]
πόδι
{ποδ-ιού |...
ποδιά
[θηλ.ουσ]
ποδίσκος
[ουσ αρσ ]
πόδισμα
[ουσ ουδ.]
ποδοβολή
[θηλ.ουσ]
ποδοβόλημα
[ουσ ουδ.]
ποδοβολητό
[ουσ ουδ.]
ποδόγυρος
[ουσ αρσ ]
ποδοκρότημα
[ουσ ουδ.]
ποδοκυλώ
{ποδοκυλάς...
ποδόλουτρο
[ουσ ουδ.]
ποδοπάτημα
[ουσ ουδ.]
ποδοπατώ
{ποδοπατ-ά...
ποδοπέδη
{ποδοπεδών...
ποδόπληκτρο
{ποδοπλήκτ...
ποδοσφαιράκι
{χωρ. γεν....
ποδοσφαιρικός
[επίθ.]
ποδοσφαιριστής
{ποδοσφαιρ...
ποδόσφαιρο
{ποδοσφαίρ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis