Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ποδιά
ουσιαστικό θηλυκό

1 accappatoio
2 grembiule
3 zinale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πόδι ποδίσκος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


σταυρώνω τα πόδια = accavallare le gambe || τεντώνω τα πόδια = sgranchirsi le gambe


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---