Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπηγή
ουσιαστικό θηλυκό sorgente (f), fonte (f) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη ιαματική πηγή = fonte [θηλ.] termale Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |