Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πηγαίνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

andare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πηγαινοερχομός πηγαίος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(vestito) μου πηγαίνει = (φόρεμα) andare bene || πηγαίνω σε κατασκήνωση = andare in campeggio


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---