Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


περιθωριοποίηση
ουσιαστικό θηλυκό

1 emarginazione
2 marginatura
3 scavalcamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  περιθωριοποιημένος περιθωριοποιώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---