Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπερίθαλψη
ουσιαστικό θηλυκό 1 avvertenza 2 cura 3 governo 4 medicazione 5 mitigamento 6 premura 7 riguardo 8 soccorso 9 assistenza infermieristica permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη υγειονομική περίθαλψη = assistenza [θηλ.] sanitaria Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |