Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


περίφραξη
ουσιαστικό θηλυκό

1 accerchiamento
2 allegato
3 assiepamento
4 chiudenda
5 chiuso
6 graticciata
7 palizzata
8 recinto
9 recinzione
10 rinchiuso
11 siepe
12 staccionata
13 steccato
14 steccatura
15 stecconata
16 stecconato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  περίφρακτος περίφραση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---