Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›περιφράσσω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

περιφράσσω
ρήμα μεταβατικό

1 assiepare
2 chiudere una proprieta con una siepe

permalink
‹ περίφραση
περιφραστικά ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

περιφραγμένος [επίθ.]
περιφράζω (περιέφρ-α...
περίφρακτος [επίθ.]
περίφραξη {-ης κ. -ά...
περίφραση {-ης κ. -ά...
περιφράσσω {περι-έφρα...
περιφραστικά [επίρ.]
περιφραστικός [επίθ.]
περιφρονημένος [επίθ.]
περιφρόνηση {-ης κ. -ή...
περιφρονητής [ουσ αρσ ]
περιφρονητικά [επίρ.]
περιφρονητικός [επίθ.]
περιφρονούμαι [ρ.]
περίφροντις [ουσ αρσ και θηλ.]
περιφρονώ {περιφρονε...
περιφρούρηση {-ης κ. -ή...
περιφρουρώ {περιφρουρ...
περιχαρακώνομαι [ρ. παθ.]
περιχαρακώνω {περιχαράκ...


{{ID:PERIFRASSW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti