Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπελιδνούμαι
ρήμα 1 illividire 2 sbiancare (vi) 3 sbiancarsi (vrifl) 4 sbianchire (vi) 5 trascolorare 6 trascolorarsi 7 imbiancare improvvisamente in volto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |