Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πελτές
ουσιαστικό αρσενικό

1 [ντομάτας] conserva, concentrato di pomodoro
2 [φρουτών] marmellata

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πελταστής πελτοειδής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---