Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πειράζω
ρήμα μεταβατικό

1 prendere in giro
2 [την υγεία] nuocere
3 [ενοχλώ] infastidire

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πειράζομαι Πειραιάς  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πειράζει; = che male c'è? || σε πειράζει να... = ti spiace se...


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---