Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πάτημα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 pestata, pestone (m)
2 [ίχνος] impronta
3 [αφορμή] pretesto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πάτερο πατημασιά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα πατήματα = rumore [αρσ.] di passi


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---