Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
πάτερο
ουσιαστικό ουδέτερο
1
puntone
2
trave
3
traversa
4
travetto
5
travicello
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< πατερναλιστικός
πάτημα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
πατεράτσο
[ουσ ουδ.]
πατερίτσα
{χωρ. γεν....
πατερναλισμός
[ουσ αρσ ]
πατερναλιστής
[ουσ αρσ ]
πατερναλιστικός
[επίθ.]
πάτερο
[ουσ ουδ.]
πάτημα
{πατήμ-ατο...
πατημασιά
[θηλ.ουσ]
πατημένος
[επίθ.]
πατησιά
[θηλ.ουσ]
πατητήρι
{πατητηρ-ι...
πατητός
[επίθ.]
πατίκι
{πατικ-ιού...
πατίκωμα
[ουσ ουδ.]
πατικωμένος
[επίθ.]
πατικώνω
{πατίκω-σα...
πατίνα
{πατινών}
πατινάζ
{άκλ.}
πατινάρισμα
[ουσ ουδ.]
πατινάρω
{πατινάρισ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis