Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παροξυσμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 calore
2 convulsione
3 convulso
4 crisi
5 eccitamento
6 parossismo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παροξυσμικός παροξύτονος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---