Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παροπλίζω
ρήμα μεταβατικό

1 disarmare
2 sguarnire (vt)
3 smantellare (vt)
4 smilitarizzare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παροξύτονος παροπλισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---