Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
παρατηρητικός
επίθετο
1
osservante
2
percettivo
3
riguardoso
4
vigile
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< παρατηρητής
παρατηρητικότητα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
παρατημένος
[επίθ.]
παρατηρήσεις
[ουσ ουδ.]
παρατήρηση
{-ης κ. -ή...
παρατηρητήριο
{παρατηρητ...
παρατηρητής
{παρατηρητ...
παρατηρητικός
[επίθ.]
παρατηρητικότητα
{χωρ. πληθ...
παρατηρώ
{παρατηρεί...
παράτολμα
[επίρ.]
παράτολμος
[επίθ.]
παρατονία
{παρατονιώ...
παράτονος
[επίθ.]
παρατραβάω
[ρ.]
παρατράβηγμα
[ουσ ουδ.]
παρατραβηγμένος
[επίθ.]
παρατραβώ
[-άς, -ά] ...
παρατρέχω
{παρέτρεξα...
παράτριμμα
{παρατρίμμ...
παράτροπος
[επίθ.]
παρατρώγω
(παράφαγα)
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis