Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαρατήρηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 osservazione (f) 2 [εξέταση] considerazione (f) 3 [επίπληξη] rimprovero permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |