Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παραλία
ουσιαστικό θηλυκό

1 costa, litorale (m), lungomare (m),
2 [ακρογιαλιά] spiaggia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παράληψη παραλιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---