Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παραφουσκωμένος
επίθετο

1 pieno
2 ripieno
3 stragonfio
4 pieno come un otre
5 pieno come un uovo
6 pieno zeppo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παραφόρτωση παραφουσκώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---