Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πανικοβάλλομαι
ρήμα παθητικό

1 sbigottire (vi)
2 sbigottirsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πανίερος πανικοβάλλω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


πανικοβάλλομαι = essere in preda al panico


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---