Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πανιάζω
ρήμα αμετάβατο

1 illividire
2 impallidire
3 ingiallire
4 ingiallirsi
5 sbiancare (vi)
6 sbiancarsi (vrifl)
7 sbianchire (vi)
8 scolorire (vi)
9 scolorirsi (vrifl)
10 trascolorare
11 trascolorarsi
12 mutare colore
13 diventare smorto smorto
14 imbiancare improvvisamente in volto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πανιά πάνιασμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---