Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


οργισμένος
επίθετο

1 adirato
2 arrabbiato
3 corrucciato
4 esasperato
5 incollerito
6 indignato
7 indispettito
8 infuriato
9 ingrognato
10 irato
11 iroso
12 rabbioso
13 stizzito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οργισμένα οργιώδης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---