Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


όργανο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 anatomia, politica organo
2 musica strumento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  οργανίστας οργανογένεση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο δωρητής οργάνων = donatore [αρσ.] di organi


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---