Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


νταλίκα
ουσιαστικό θηλυκό

1 autoarticolato
2 autotreno
3 treno stradale
4 camion con rimorchio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  νταλγκάς νταλικέρης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---