Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


νοθευτής
ουσιαστικό αρσενικό

1 adulterante
2 adultero
3 falsario
4 falsificatore
5 manipolatore
6 sofisticatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  νοθεύσιμος νοθευτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---