Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


νοθευμένος
επίθετο

1 addomesticato
2 adulterato
3 artefatto
4 contraffatto
5 denaturato
6 fasullo
7 fatturato
8 sofisticato
9 viziato
10 di princisbecco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  νοθεία νοθεύομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---