Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
νεώλκιο
ουσιαστικό ουδέτερο
1
arsenale
2
darsena
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< νεωλκείο
νεώριο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
νέφτι
{νεφτ-ιού ...
νεφώδης
{νεφώδ-ους...
νεωδόχος
[θηλ.ουσ]
νεωκόρος
{νεωκορισσ...
νεωλκείο
[ουσ ουδ.]
νεώλκιο
[ουσ ουδ.]
νεώριο
{νεωρί-ου ...
νεωστί
[επίρ.]
νεωτερίζω
{νεωτέρισα...
νεωτερισμός
[ουσ αρσ ]
νεωτεριστής
[ουσ αρσ ]
νεωτεριστικός
[επίθ.]
νεώτερος
[επίθ.]
νήθω
{μόνο σε ε...
νηκτικός
[επίθ.]
νηκτόν
{νηκτού | ...
νήμα
[ουσ ουδ.]
νήματα
[επίρ.]
Νηματέλμινθες
[ουσ αρσ πληθ.]
νηματοειδής
{νηματοειδ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis