Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόνέος
επίθετο 1 giovane 2 [μοντέρνος] moderno 3 [καινούργιος] nuovo νέος ουσιαστικό αρσενικό giovane (m) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |