Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


νεότητα
ουσιαστικό θηλυκό

giovinezza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  νεότερος νεότοκος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο ξενώνας νεότητας = ostello [αρσ.] della gioventù


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---