Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ναυτίλος
ουσιαστικό αρσενικό
1
marinaio
2
marittimo
3
navigatore
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< ναυτιλλόμενος
ναυτοδικείο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
ναυτικός
[ουσ αρσ ]
ναυτιλία
{ναυτιλιών...
ναυτιλιακός
[επίθ.]
ναυτίλλομαι
(εύχρηστο ...
ναυτιλλόμενος
{ναυτιλλομ...
ναυτίλος
[ουσ αρσ ]
ναυτοδικείο
[ουσ ουδ.]
ναυτολόγηση
{-ης κ. -ή...
ναυτολογώ
{ναυτολογε...
ναυτομεσίτης
[ουσ αρσ ]
ναυτόπαιδο
[ουσ ουδ.]
νάφθα
{ναφθών}
ναφθαλίνη
{ναφθαλινώ...
Ναφθιλαμίνη
[θηλ.ουσ]
Ναφθίλιο
[ουσ ουδ.]
νάφτα
[θηλ.ουσ]
νέα
[ουσ ουδ πληθ.]
νεανίας
{νεανιών}
νεανίδα
[θηλ.ουσ]
νεανικά
[επίρ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis