Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
μουλιασμένος
επίθετο
macerato
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< μούλιασμα
μούλικος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
μουλαρόδρομος
[ουσ αρσ ]
μουλαρώνω
{μουλάρω-σ...
μουλάς
{μουλάδες}
μουλιάζω
{μούλιασ-α...
μούλιασμα
[ουσ ουδ.]
μουλιασμένος
[επίθ.]
μούλικος
[επίθ.]
μούλκι
[ουσ ουδ.]
μούλος
{χωρ. γεν....
μουλώνω
αόρ. και μ...
μουλώχνω
(μούλωξα)
μουλωχτός
[επίθ.]
μούμια
{σπάν. μού...
μουμιοποιήση
{-ης κ. -ή...
μουνί
{μουν-ιού ...
μουνουχίζω
{μουνούχισ...
μουνούχισμα
[ουσ ουδ.]
μουνούχος
[ουσ αρσ ]
μουντά
[επίρ.]
μουντάδα
{χωρ. πληθ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis