Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μούλιασμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ammollo
2 immollamento
3 infradiciata
4 infradiciatura
5 macerazione
6 macero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μουλιάζω μουλιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---