Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμισθός
ουσιαστικό αρσενικό stipendio, paga permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη αύξηση μισθού = aumento [αρσ.] di stipendio Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |