Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μισθοφόρος
ουσιαστικό αρσενικό

1 mercenario
2 prezzolato
3 venale
4 venturiere
5 soldato di ventura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μισθοφορικός μίσθωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---