Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
μέτοικος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
1
colono
2
immigrato
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< μετοικίζω
μετοικώ >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
μετζίτι
{μετζιτ-ιο...
μετήχηση
[θηλ.ουσ]
μετοικεσία
{μετοικεσι...
μετοίκηση
[θηλ.ουσ]
μετοικίζω
{μετοίκισ-...
μέτοικος
{μετοίκ-ου...
μετοικώ
{μετοικείς...
μετονομάζω
(μετονόμ-α...
μετόπη
{μετοπών}
μετουσιωμένος
[επίθ.]
μετουσιώνομαι
[ρ.]
μετουσιώνω
(μετουσί-ω...
μετουσίωση
{-ης κ. -ώ...
μετοχές
[θηλ. ουσ πληθ.]
μετοχή
[θηλ.ουσ]
μετοχικός
[επίθ.]
μέτοχος
[επίθ.]
μετόχος
[ουσ αρσ και θηλ.]
μετρέσα
{χωρ. γεν....
μέτρημα
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis