Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μεταμορφώνω
ρήμα μεταβατικό

1 cambiare
2 camuffare
3 convertire
4 modificare (vt)
5 mutare (vt)
6 tramutare
7 trasformare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μεταμορφώνομαι μεταμόρφωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---