Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μεταμφίεση
ουσιαστικό θηλυκό

1 camuffamento
2 immascheratura
3 manto
4 mascheramento
5 mascherata
6 mascheratura
7 travestimento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μεταμφιέζω μεταμφιεσμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---