Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μεσότοιχος
ουσιαστικό αρσενικό

1 tramezzo
2 muro di confine
3 muro di divisione
4 muro divisorio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μεσοτοιχία μεσουράνημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---