Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μεσοτοιχία
ουσιαστικό θηλυκό

1 spartizione
2 tramezzo
3 muro di confine
4 muro di divisione
5 muro divisorio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μεσόστρωμα μεσότοιχος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---