Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›μαζεύω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

μαζεύω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 raccogliere
2 [ρούχα] restringere

permalink
‹ μαζεύομαι
μαζί ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μάζα {μαζών}
μάζεμα [ουσ ουδ.]
μαζεμένος [επίθ.]
μάζες [θηλ. ουσ πληθ.]
μαζεύομαι λαϊκότρ. α...
μαζεύω {μάζ-εψα (...
μαζί [επίρ.]
μαζικός [επίθ.]
μαζούρκα [θηλ.ουσ]
μαζούτ [ουσ ουδ.]
μαζοχισμός [ουσ αρσ ]
μαζοχιστής [ουσ αρσ ]
μαζοχιστικός [επίθ.]
μάζωξη {-ης | -ώξ...
Μάης {-η κ. (λα...
μαθαίνω {έμαθα, μα...
μαθές [επίρ.]
μάθημα {μαθήμ-ατο...
μαθηματικά [ουσ ουδ πληθ.]
μαθηματική [θηλ.ουσ]


{{ID:MAZEYW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti