Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμαθαίνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 imparare 2 [εκπαιδεύω] insegnare 3 [νέα] apprendere permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμαθαίνω κάτι απ' έξω = imparare qualcosa a memoria Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |