Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
μαθητής
ουσιαστικό αρσενικό
1
stud
e
nte (m), alli
e
vo
2
[σχολείου]
scol
a
ro
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< μαθητευόμενος
μαθητικός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
μαθημένος
[επίθ.]
μάθηση
{-ης κ. -ή...
μαθητεία
{μαθητειών...
μαθητές
[ουσ αρσ πληθ.]
μαθητευόμενος
[επίθ.]
μαθητής
{-ή κ. (λό...
μαθητικός
[επίθ.]
μαθητόκοσμος
{χωρ. πληθ...
μαθήτρια
{μαθητριών...
μαθός
[ουσ αρσ ]
μαθουσάλας
[ουσ αρσ ]
μαία
{μαιών}
μαίανδρος
{μαιάνδρ-ο...
μαιευτήρας
[ουσ αρσ και θηλ.]
μαϊευτήριο
{μαιευτηρί...
μαιευτική
[θηλ.ουσ]
μαϊευτικός
[επίθ.]
Μαικήνας
{χωρ. γεν....
μαικηνισμός
[ουσ αρσ ]
μαϊμού
{μαϊμούδες...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis