Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
μαϊμού
ουσιαστικό θηλυκό
1
sc
i
mmia
2
[πλαστό]
imitazi
o
ne
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< μαικηνισμός
μαϊμουδίζω >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
μαϊευτήριο
{μαιευτηρί...
μαιευτική
[θηλ.ουσ]
μαϊευτικός
[επίθ.]
Μαικήνας
{χωρ. γεν....
μαικηνισμός
[ουσ αρσ ]
μαϊμού
{μαϊμούδες...
μαϊμουδίζω
{μαϊμούδισ...
μαϊμουδίστικος
[επίθ.]
μάινα
[ουσ ουδ.]
μαινάδα
[θηλ.ουσ]
μαϊνάρω
{μαϊνάρισα...
μαίνομαι
{(εξ-) εμά...
μαϊντανός
[ουσ αρσ ]
Μάιος
{Μαΐου}
μαΐστρα
{μαϊστρών}
μαϊστράλι
{χωρ. γεν....
μαΐστρος
[ουσ αρσ ]
μαιτρέσσα
[θηλ.ουσ]
μακάβριος
[επίθ.]
μακαβριότητα
[θηλ.ουσ]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis